- αερόφυτος
- -η, -ο Βοτ.όρος, ο οποίος χαρακτηρίζει κυρίως σποριόφυτα, που ζουν έστω και σε μια φάση τής ζωής τους στην κυριολεξία μέσα στον αέρα, π.χ. σπόρια μυκήτων, οργανίδια λειχήνων ή βρύων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ + φυτόν, πρβλ. γαλλ. aerophyte].
Dictionary of Greek. 2013.